Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

"Η θυσία" - Μια αληθινή ιστορία γραμμένη από την Όλγα Παπαδάτου

Η εικοσάχρονη Μαρία ζούσε τη νιότη της στο μικρό της χωριό στα βόρεια του νησιού. Η μεταπολεμική Ελλάδα και η μετεμφυλιακή κυρίως δεν είχε επουλώσει ακόμη τα τραύματά της. Ο φόβος, οι αντιπαλότητες, οι έχθρες ακόμη ήταν ζωντανές.

Η Μαρία, μικροκαμωμένη, κομψή, με λεπτά χαρακτηριστικά, μαύρα μαλλιά και μάτια σπινθηροβόλα, ήταν μια ελκυστική παρουσία για τα αντρικά- κι όχι μόνο -βλέμματα. Ολημερίς στις ελιές, στα κτήματα, στους κήπους και στα περιβόλια, γιατί, αν και μικρόσωμη, ήταν πολύ δυνατή και η δουλειά δεν τη φόβιζε, δεν την έκανε να δυσανασχετεί. Ήξερε πως έπρεπε να συνεισφέρει στην οικογένεια που πάσχιζε να επιβιώσει.

Μικρή η οικογένεια ,μα οι δυσκολίες των τελευταίων κυρίως χρόνων την είχαν αποκάμει. Ο πατέρας, αριστερών πεποιθήσεων, μετά τις εξορίες και τις ταλαιπωρίες είχε γυρίσει στο πατρικό χωριό όπου είχε αφήσει τη γυναίκα με τις δυο του κόρες, τη Μαρία και τη Νίκη. Η κρατική εξουσία τού είχε απαγορεύσει να κινείται όπου ήθελε. Μέχρις ένα σημείο προς το βορρά, μέχρις ένα σημείο προς το νότο. Για να περάσει "τα σύνορα", έπρεπε να πάρει άδεια από τη χωροφυλακή που τότε είχε τμήμα στο διπλανό χωριό. Ασχολούταν με το εμπόριο ψαριών. Με το μηχανάκι του γύρναγε στα χωριά και πούλαγε ψάρια , μικροπωλητής ψαριών δηλαδή. Ξεκίναγε νύχτα για τη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, όπου περίμενε τα ψαροκάικα, φόρτωνε την πραμάτεια του κι ερχόταν στα χωριά, στα βόρεια του νησιού να ξεπουλήσει. Η οικογένεια δεν είχε άλλους πόρους και το αγροτικό εισόδημα ήταν πενιχρό. Λίγο λάδι, λίγες πατάτες, καλλιέργεια λαχανικών για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας.

Η μικρή κόρη, η Νίκη, μάθαινε ραπτική, μα ακόμη δεν έβγαζε μεροκάματο ως μαθητευόμενη που ήταν. Η Μαρία, αεικίνητη και δουλευταρού ξόδευε την ομορφιά της μέσα στα κρύα του χειμώνα και το καλοκαιρινό λιοπύρι. Μα ήταν ήρεμη, όπως η μάνα της, ποτέ δεν παραπονέθηκε κι ας γινόταν μέσα της σεισμός για την άδικη ζωή στην οποία είχε καταδικαστεί. Σκεφτόταν πώς να ξέφευγε από αυτή τη ζωή που τη μαράζωνε, μα λύση δεν εύρισκε. Μια φορά τόλμησε να προτείνει να πάει στην Αθήνα, να βρει δουλειά σε εργοστάσιο, να γίνει υπηρέτρια. Μα οι γονείς της ούτε να τ' ακούσουν. Η οικογένειά μας διαλυμένη πάνω από μια δεκαετία, έλεγε ο πατέρας, δε θα την ξαναδιαλύσουμε τώρα που σμίξαμε. Και της έκοβε τη φόρα, της μάραινε τις ελπίδες , της ματαίωνε τις προσδοκίες για μια αλλαγή στη ζωή της. Δεν ξαναμίλησε η καημένη η Μαρία, ονειρευόταν μόνο τα βράδια που έγερνε στο κρεβάτι της.

Κάθε απόγευμα, όπως όλες οι κοπελιές του χωριού, πήγαινε στη βρύση- στην Πηγή του χωριού να φέρει πόσιμο νερό. Δεν υπήρχε τότε δίκτυο ύδρευσης. Για την μπουγάδα και τη λάτρα έβγαζε νερό απ' το πηγάδι, μα για πιοτό πήγαινε στην Πηγή, λίγα μέτρα από το σπίτι της. Αυτή ήταν η μόνη καθημερινή κοινωνική εκδήλωση στην οποία συμμετείχε. Ώσπου να γεμίσουν οι στάμνες καθισμένες στα πεζούλια απολάμβαναν οι γυναίκες τη νεανική παρέα, τη συναναστροφή με τις συχωριανές, ανταλλάσσοντας τα καθημερινά νέα τους, ασκώντας την κοινωνική τους κριτική- το απαραίτητο κουτσομπολιό.

Σ' ένα τέτοιο " πηγαινέλα" στην πηγή την είδε και ο Σταύρος. Όμορφος, ψηλός, λεπτός, ευθυτενής, με καστανά μαλλιά και μάτια μελιά. Κι αυτή τον πρόσεξε και καθώς συναντήθηκαν οι ματιές τους η Μαρία κοκκίνισε, ντράπηκε και κατέβασε τα μάτια. Το βράδυ πριν τα βλέφαρά της κλείσουν τον ξανάφερε στο νου της κι ένιωσε μια γλυκιά αναστάτωση.

Μα κι ο Σταύρος δεν μπορούσε να τη βγάλει απ' το μυαλό του. Τι ωραίο κορίτσι, μονολογούσε .Τι γλυκό πρόσωπο , τι ήρεμο και καλοσυνάτο βλέμμα... Και φρόντιζε εκεί κοντά στο σούρουπο να βρίσκεται στο δρόμο, ελπίζοντας να τη συναντήσει. Και τη συνάντησε αρκετές φορές, μα η Μαρία, βλέποντάς τον από μακριά, άνοιγε το βήμα της ή έπιανε κουβέντα με κάποιαν άλλη, δεν ήθελε να ιδεί την ταραχή της.

Μα ο Σταύρος επέμενε Έψαχνε αφορμές να τη συναντήσει. Συχνά τον εύρισκε μπροστά της , στην εκκλησιά, στα πανηγύρια, στις κηδείες... Την έτρωγε με τα μάτια και η Μαρία φοβόταν πως θα γίνει αντιληπτό. Ήδη στην Πηγή οι συνομήλικες και κυρίως οι μεγαλύτερες, ως πιο έμπειρες, σχολίαζαν την παρουσία του.

-Τι γυροφέρνει τούτος εδώ; Τι θέλει; Ποιαν έχει βάλει στο μάτι;

Κι η Μαρία ένιωθε τη φλόγα να τις καίει τα μάγουλα κι εξαφανιζόταν πανικόβλητη πως θα αντιληφθούν τα δικά της συναισθήματα.

-Ωχ! Θα προδοθώ, σκεφτόταν. Αλίμονό μου! Αν με πιάσουν στο στόμα τους, ποιος με ξεπλένει έπειτα!!!

Από την άλλη της άρεσε που τον έβλεπε , χαιρόταν με το ενδιαφέρον του, καταλάβαινε πως έψαχνε ευκαιρία να της μιλήσει Και το φοβόταν και το λαχταρούσε. Κι έπιανε τον εαυτό της να τον σκέφτεται, να προετοιμάζει τα λόγια που θα του' λεγε, αν επιχειρούσε να τη συναντήσει. Κι άλλες φορές πάλι έβαζε φρένο στη σκέψη της.

-Μην είναι φαντασία μου όλο τούτο, σκεφτόταν.

Μα η γυναικεία της διαίσθηση δεν ήταν λαθεμένη. Έβλεπε μες στη ματιά του το πάθος και τον έρωτά του. Κι άρχιζε να κάνει όνειρα.

Τέτοια έκανε κι ο Σταύρος .Καθόταν ώρες αμίλητος και ο νους του ταξίδευε. Φανταζόταν να πλέκει τα δάχτυλα στα σγουρά της μαλλιά , να πιάνει τα πονεμένα απ' τις δουλειές χέρια της, να τις χαϊδεύει τρυφερά τα μάγουλα...Είχε χάσει το μυαλό του! Ήταν ερωτευμένος!

- Πρέπει να τη βρω μόνη της, να της μιλήσω, μονολογούσε, λες κι ήθελε να πάρει θάρρος.

Γιατί ο Σταύρος ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, με ανοιχτό μυαλό, ήθελε να πάει μπροστά, να προχωρήσει τη ζωή του , να κάνει οικογένεια.

- Θα τα γκρεμίσω τα στερεότυπα! Τι κι αν είναι κόρη κομμουνιστή; Τώρα τελειώσανε αυτά. Πρέπει να φτιάξουμε μιαν άλλη Ελλάδα!

Κι οι μέρες κι οι μήνες περνούσαν βασανιστικά και για τους δύο που καθένας για τους δικούς του λόγους βίωνε αυτόν τον περίεργο έρωτα πότε με αισιοδοξία και ελπίδα και πότε με στενοχώρια κι απογοήτευση .

Ο Σταύρος είχε ζητήσει και πήρε πληροφορίες για την οικογένεια της Μαρίας. Ήξερε την πολιτική τοποθέτηση του πατέρα και τον έτρωγε, τον βασάνιζε , αγωνιούσε για τη συνέχεια. Όμορφο παλικάρι ήταν , από καλοστεκούμενη οικονομικά οικογένεια, είχε το μισθό του, θα πρόσφερε στη Μαρία μια καλύτερη ζωή. Μα τον βασάνιζε μια σκέψη. Θα τον ήθελε ο πατέρας; Γιατί υπήρχε το μεγάλο εμπόδιο. Ο Σταύρος ήτανε χωροφύλακας που υπηρετούσε στο τμήμα του διπλανού χωριού, μακριά από την πατρική του εστία κάπου στην Πελοπόννησο.

- Θα πάω να τον βρω, σκεφτόταν .

Μα πρώτα πρέπει να μιλήσω στη Μαρία. Ίσως έχει αλλού το νου της, ίσως δε θέλει.

Και με αυτή τη σκέψη έχανε τον ύπνο του.

- Πρέπει να τη συναντήσω, αμέσως, δεν αντέχω άλλη αναμονή.

Την επόμενη Κυριακή που η Μαρία βγήκε να πάει στην εκκλησιά - άλλη ευκαιρία κοινωνικής επαφής στα χωριά της δεκαετίας του '50 - ο Σταύρος την περίμενε στη γωνία.

-Ν' ανηφορίσουμε μαζί ως τον Αη Βασίλη; τη ρώτησε .Και χωρίς να περιμένει απάντηση προχώρησε δίπλα στην κοπέλα που έτρεμε από την ταραχή της , από το φόβο μην τους δουν.

- Δεν είναι σωστό, μουρμούρισε, θα μας δουν. Θα εκτεθούμε και οι δύο.

-Μαρία, έχεις καταλάβει πως μ' αρέσεις. Κι εγώ απ' τη μεριά μου νιώθω πως δε σου είμαι αδιάφορος. Οι προθέσεις μου είναι καλές. Θα ' θελα , αν συμφωνείς ,να προχωρήσουμε μαζί τη ζωή μας. Τι λες; Με θέλεις για άντρα σου;

Η Μαρία ένιωθε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια της, μα συγκρατήθηκε και κατάφερε, κατακόκκινη, μόνο να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι της , πριν μπει στην εκκλησιά από την πίσω πόρτα με πρόθεση να πιάσει μια γωνιά στα σκοτεινά, να κρύψει την ταραχή μα και την ευτυχία της. Κι έμεινε εκεί μέχρι το τέλος της λειτουργίας, αφημένη στις σκέψεις και τα όνειρά που μια τα' βλέπε όμορφα, φωτεινά και πολύχρωμα, μια συννεφιασμένα και κατάμαυρα. Γιατί έβλεπε κι εκείνη το μεγάλο εμπόδιο...

Κι ενώ ο Σταύρος σχεδίαζε την επίσκεψη στο σπιτικό της Μαρίας, του δόθηκε αναπάντεχη ευκαιρία. Ο πατέρας της ήρθε ένα πρωί στο τμήμα να ανανεώσει τη μηνιαία για " το πέρασμα των συνόρων " άδεια που του είχαν ορίσει τα κρατικά όργανα. Ήταν μόνος στο τμήμα ο Σταύρος και δεν έχασε την ευκαιρία. Του μίλησε. Του ζήτησε τη Μαρία για γυναίκα του.

Η αντίδραση του πατέρα ψύχραιμη, κοφτή και ξεκάθαρη.

-Οι κόσμοι μας είναι πολύ διαφορετικοί, παλικάρι μου. Άσε το κορίτσι μου ήσυχο, τράβα το δικό σου δρόμο. Ξέρεις ποιος είμαι, ξέρω ποιος είσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να πω το ναι.

Ο Σταύρος επιβεβαιώθηκε στους φόβους του και σκεφτόταν πώς θα μιλούσε στη Μαρία ο πατέρας που ταλαιπωρημένος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις ήθελε στο πρόσωπό του να εκδικηθεί. Γιατί εκδίκηση θεώρησε την άρνησή του. Φοβόταν πως θα την πλήγωνε με λόγια σκληρά και θα ακολουθούσε και η δική της απόρριψη.

Κι αλήθεια, όταν ο κυρ -Παντελής γύρισε στο σπίτι της το ξεκαθάρισε.

- Πρόσεξε, θα σου κόψω τα πόδια. Μη δω πως τρέχει κάτι με το χρωφύλακα. Μάζεψε το μυαλό σου. Αυτή η ιστορία τέλειωσε.

Καταλάβαινε η Μαρία τον πατέρα της. Πώς να ξεχάσει ό,τι είχε περάσει; Πώς να συμβιβαστεί με τους διώκτες και βασανιστές του; Τα σημάδια στο σώμα είχαν γιατρευτεί , μα της ψυχής του ακόμα αιμορραγούσαν. Τον καταλάβαινε, μα δε δικαιολογούσε τη στάση του απέναντί της .Δε στάθηκε καν να κουβεντιάσει, να ζητήσει τη γνώμη της, όπως έκανε για τόσα άλλα θέματα.

Έβλεπε σε πόσο δύσκολη θέση ήρθε ο πατέρας της μα έβλεπε και τον εαυτό της που μαράζωνε. Θεωρούσε το Σταύρο καλή τύχη γι' αυτήν.

-Και που είναι χρωφύλακας τι σημαίνει;

Να' ναι καλός άνθρωπος, δεν είναι όλοι ίδιοι.

Ίσως αλλάξει γνώμη ο πατέρας, μονολογούσε μέσα στ' αναφιλητά της.

Κι ο καιρός περνούσε και το κλάμα αυξανόταν και τ' αδιέξοδα της ψυχής μεγάλωναν ,φούντωνε η πίκρα κι η απογοήτευσή της.

-Θα περάσω όλη μου τη ζωή εδώ στα χωράφια, στις ελιές , χωρίς προκοπή κι ελπίδα .Θα με παντρέψουν μ' όποιον θέλουν, δε θα τ' αντέξω, σκεφτόταν, βρέχοντας το μαξιλάρι της με δάκρυα πικρά.

- Μα θ' αντιδράσω, δε θα τους κάμω το χατίρι.

Καλύτερα να πεθάνω παρά να παντρευτώ όποιον θέλουν.

Φοβόταν πως ο πατέρας της θα ετοίμαζε γαμπρό για να λύσει μια και καλή το πρόβλημα.

Δεν είχε ούτε τη μάνα στο πλευρό της. Άβουλη η ήσυχη γυναίκα , υποταγμένη στην εξουσία του πατέρα, δεν είχε λόγο. Τη συμβούλευε καθημερινά , της θύμιζε τη θέση της .

- Είσαι κόρη του Παντελή, του κουμμουνιστή. Θέλεις σεμπριά με το χρωφύλακα;

Δε σκέφτεσαι τσι ταλαιπωρίες του, τα δικά μας τα βάσανα; Δε σκέφτεσαι τον κόσμο; Τι θα πει ,μωρή, ο κόσμος Πώς θ' αντικρίσουμε τσου γειτόνους, όλο το χωριό;

Η Μαρία μέρα τη μέρα κλεινόταν όλο και περισσότερο στην κάμαρή της που μοιραζόταν με τη μικρή της αδελφή. Ούτε και σ' αυτήν μιλούσε .Τι να καταλάβει ;σκεφτόταν και έκανε την κοιμισμένη, όταν έμπαινε η μικρή. Μα και η μάνα ανησυχούσε που την έβλεπε σκοτεινιασμένη και αμίλητη.

-Δεν πας αύριο στη θειά σου τη Φροσύνη που θέλω να τση στείλω πατατοφύτια και λίγο τυρί; Πάρε το γάιδαρο και να γύρεις πριχού νυχτώσει .

Ήθελε να τη βγάλει από τις σκέψεις που ολημερίς τη βασάνιζαν. Η Φροσύνη, αδελφή της μάνας της , ζούσε σ' ένα σχετικά κοντινό χωριό μόνη της , απ' όταν είχε σκοτωθεί ο άντρας της στο Αλβανικό μέτωπο και η μοναχοκόρη της είχε παντρευτεί μακριά, στη Μακεδονία.

- Να πάω, μάνα.

Θα είχε ησυχία για κάποιες ώρες να σκεφτεί τον αγαπημένο της χωρίς να την ενοχλούν , γιατί όλα την πείραζαν τώρα τελευταία. Ξεκίνησε με το έβγα του ήλιου καβαλαριά στο γάιδαρο με τα σακούλια που του φόρτωσε η μάνα της. Χάρηκε η γυναίκα που την είδε, μα κατάλαβε πως κάτι τη βασάνιζε, γιατί η πάντα κεφάτη και χαμογελαστή ανηψιά της τώρα δεν έβγαζε άχνα, ήταν αμίλητη και αφηρημένη.

- Τι σε βασανίζει , παιδί μου; Εισάστενε όλοι καλά; Σου συμβαίνει κάτι;

Η Μαρία έβαλε τα κλάματα και της αποκάλυψε τι της συνέβαινε. Η γριά την αγκάλιασε και χαϊδεύοντας της τα μαλλιά προσπαθούσε να την ηρεμήσει.

- Ησύχασε, μάτια μου, ψυχή μου. Όλα θα τα βρούμε , όλα θα τα διορθώσουμε.

Πολλή ώρα της μίλησε, την ησύχασε.

- Θα' ρθω να μιλήσω κι εγώ στους γονιούς σου, έλεγε και ξανάλεγε.

Αντε να φύγεις μη σε' βρει το σκοταδι. Στην ευχή του θεού, στην ευχή μου, την ξεπροβόδισε η Φροσύνη.

Έφυγε η Μαρία, ξαλαφρωμένη από το κλάμα και τη συμπαράσταση της θειάς της. Κι ενώ ανηφόριζε και κόντευε να ' μπει στο χωριό της ,ο Σταύρος βρέθηκε μπροστά της .Έπιασε τα σχοινιά του ζωντανού και την κατέβασε. Αναρρίγησε στην αγκαλιά του κι αφέθηκε. Κάθισαν σ' ένα πεζούλι στην άκρη του δρόμου. Ήταν μόνοι, μακριά από βλέμματα περίεργα κι αδηφάγα. Τις έπιασε τα χέρια και τα φίλησε.

- Μαρία μου, είχα μέρες να σε δω και ανησύχησα. Νόμισα πως αρρώστησες.

- Ναι δεν είμαι καλά, Σταύρο. Δεν μπορώ να δεχτώ τη στάση του πατέρα μου .Δεν υπολογίζει καθόλου τις δικές μου επιλογές κι επιθυμίες, τη δική μου ευτυχία. Τους δικούς μου, όπως φαίνεται τους νοιάζει τι θα πει ο κόσμος!

- Μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο, είπε ο Σταύρος. Να φύγουμε. Θα σε κλέψω και θα φύγουμε μακριά. Στους δικούς μου έχω μιλήσει Δεν έχουνε αντίρρηση. Θα σε δεχτούν με χαρά κι ας είσαι η κόρη του κομμουνιστή, είπε και γέλασε πικρά.

- Η Μαρία τα' χασε. Να φύγει, να τους παρατήσει της φαινόταν τρομακτικό. Να τους πικράνει, να κάμει αυτή την προσβολή στον πατέρα της, να δώσει πάτημα στους χωριανούς της για αρνητικούς σχολιασμούς της οικογένειάς της ; Απ' την άλλη της δινόταν η ευκαιρία ν' αλλάξει τη ζωή της. Να την αρνηθεί;

- Τι λες ; διέκοψε ο Σταύρος τις σκέψεις της. Εγώ το 'χω πάρει απόφαση. Από σένα εξαρτάται.

- Θα δούμε, θα' ρθει κι η θειά μου να τους μιλήσει. Ίσως τους αλλάξει γνώμη.

Γύρισε σπίτι περισσότερο προβληματισμένη από το πρωί. Τώρα έπρεπε αυτή ν' αποφασίσει. Να διεκδικήσει αυτό που της ανήκε, τη ζωή της. Και ζωή μακριά απ' το Σταύρο δεν την ήθελε. Δυο νύχτες δεν έκλεισε μάτι. Ονειρευόταν αυτήν την άλλη ζωή, έκανε σχέδια ,η φαντασία της έτρεχε μπροστά, τότε που θα' χε πια φιλιώσει με τους δικούς της , τότε που η δική της ευτυχία θα γέμιζε χαρά και τη δική τους ζωή .Αλλά και πάλι, σκεφτόταν, θα με συχωρέσουνε ποτέ; Ώ θα πεθάνουνε από τη στενοχώρια τους. Δεν μπορώ να το κάνω, αντέκρουε τον εαυτό της.

Έτσι πέρασε μια βασανιστική βδομάδα .Το αδιέξοδο γινόταν όλο και πιο βαθύ, το μυαλό της σε σύγχυση, η ψυχή της γιομάτη πληγές που άνοιγαν και μάτωναν όλο και πιο πολύ .

Ήταν σούρουπο εκείνη την Παρασκευή που πήρε τη στάμνα να πάει για νερό. Ο πατέρας δεν ήταν στο σπίτι ,η μάνα και η μικρή της αδελφή έβραζαν την αλυσίβα για την μπουγάδα και ετοίμαζαν τα ρούχα . Ο Σταύρος είχε μέρες να φανεί κι όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της παραλίγο να της πέσει η στάμνα απ' το κεφάλι, καθώς μέσα στην ταραχή της παραπάτησε. Ήταν σκοτεινιασμένη η έκφρασή του. Φαινόταν κουρασμένος, άυπνος, άρρωστος. Την πλησίασε.

- Μαρία, αποφάσισες; Δέχεσαι την πρόταση που σου 'καμα;

Πρέπει να δούμε αμέσως τι θα κάμουμε. Χτες μου ανακοίνωσαν τη μετάθεσή μου στην...

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την κουβέντα του, γιατί ο κυρ Παντελής τους είχε πλησιάσει.

- Ακόμα εδώ εσύ; Νόμιζα πως σου ξεκαθάρισα τη θέση μου, μα ,αν δεν κατάλαβες, στο ξαναλέω. Όχι, όχι, όχι! Και γυρνώντας στη Μαρία

- Με σενα θα τα λογαριάσουμε στο σπίτι!

Η κοπέλα συνέχισε τρέχοντας το δρόμο της να μη δει κανείς τα δάκρυά της που αυλάκωναν το τρυφερό της πρόσωπο. Δεν τ' αντέχω  άλλο, δεν μπορώ ,θέλω να φύγω... Άφησε τη στάμνα κάτω, πήρε τα κλειδιά ν'ανεβεί στ' ανώι όπου κοιμόταν.

-Πού πας, Μαρία, τη ρώτησε η μάνα. Δε θα φας;

- Είμαι κατάκοπη, δε θέλω τίποτε.

-Βγήκε βιαστική και πριν ανεβεί την εξωτερική σκάλα του σπιτιού, πέρασε από το καλύβι, πήρε ένα μπουκάλι κι αμέσως κλείστηκε στο δωμάτιό της. Δεν ήθελε πια τη ζωή. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματα του πατέρα της, δεν έβλεπε άλλο δρόμο. Η ζωή της ανάμεσά στις ιδεολογίες, η ζωή της θύμα των πολιτικών συγκρούσεων και αντιθέσεων.

Όχι, δική της ήταν, θα τη ρύθμιζε όπως αυτή ήθελε. Ο αγαπημένος της θα έφευγε μακριά κι αυτή ακόμη μακρύτερα. Δε θα μου δηλητηριάσουν τη ζωή, είναι δική μου, δεν τους τη χαρίζω, τους την παίρνω εγώ, ούρλιαξε. Άνοιξε το μπουκάλι και με αποφασιστικότητα κατάπιε όσες γουλιές μπορούσε. Ξάπλωσε πάνω απ' τα σκεπάσματα, έκλεισε τα μάτια κι ...έφυγε με τη μορφή του Σταύρου στο μυαλό της.

Μια ώρα μετά, όταν ανέβηκε η μάνα, ήταν πια αργά. Η Μαρία είχε θυσιάσει τα νιάτα της, θύμα κι αυτή της μετεμφυλιακής Ελλάδας...

- Το παιδί μου, το παιδί μου πέθανε, αντήχησαν οι κραυγές της μέσα στη νύχτα ,σπάζοντας την ηρεμία της γειτονιάς και του χωριού ολόκληρου που ακόμα μετά από σχεδόν εφτά δεκαετίες δεν έχει ξεχάσει το περιστατικό καθώς περνά από γενιά σε γενιά ως μια ιστορία αγάπης που θυσιάστηκε στο βωμό της πολιτικής διχόνοιας αυτής που δηλητηρίασε τις ψυχές των Ελλήνων και στη νεότερη Ελλάδα.

Και στα δικά μου αυτιά ηχούν ακόμα εκείνες οι φωνές, στο μυαλό μου έρχονται εκείνες οι φοβερές εικόνες της αναστάτωσης του πόνου, του θανάτου που έχουν χαράξει την ψυχή μου, την ψυχή ενός πεντάχρονου τότε παιδιού!

 

Όλγα Παπαδάτου 

8/10/24

 

 

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Επίσκεψη Καθολικού Αρχιεπισκόπου Κερκύρας - Ζακύνθου - Κεφαλληνίας π. Γεωργίου Αλτουβά


Το πρωί της Τετάρτης 7 Αυγούστου ο Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Ζακύνθου - Κεφαλληνίας π. Γεώργιος Αλτουβάς, αποδεχόμενος την πρόσκληση του Προέδρου της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας κ. Φώντα Αλαμάνου επισκέφθηκε το Λαογραφικό Μουσείο "Νίκος Πακτίτης" στους Σιναράδες συνοδευόμενος από τον Γραμματέα - Αρχειοφύλακα της Καθολικής Αρχιεπισκοπής κ. Σπύρο Γαούτση και ξεναγήθηκε στα σπουδαία εκθέματά του που αποτυπώνουν με μια γλυκιά νοσταλγία τη ζωή αλλά και τον αγώνα του αγροτικού κόσμου της Κέρκυρας τις προηγούμενες δεκαετίες. Εντυπωσιασμένος από τον πλούτο των τεκμηρίων ενημερώθηκε για τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων της Κέρκυρας, τις οικογενειακές σχέσεις, τα επαγγέλματα, την αγροτική παραγωγή και πολλά ακόμα, πριν η τουριστική εξέλιξη μεταλλάξει τις κοινωνικές συνθήκες όχι μόνο στην περιοχή αλλά και σε ολόκληρο το νησί.
Επισκέφθηκε επίσης τον περικαλλή Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ο π. Σπυρίδων Κουρσάρης τον ενημέρωσε για την προσπάθεια της τοπικής κοινότητας και εκκλησίας να διαφυλάξουν τις παραδόσεις και τα λαϊκά έθιμα, αλλά και να βρίσκονται στο πλευρό κάθε συντοπίτη που βρίσκεται σε ανάγκη. Στον Αρχιεπίσκοπο προσφέρθηκαν από τον Πρόεδρο κ. Αλαμάνο και από τον επιμελητή του Μουσείου κ. Μάκη Γραμμένο εκδόσεις της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας, λαογραφικού και ιστορικού περιεχομένου.
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας ξενάγησε τον Αρχιεπίσκοπο σε διάφορα σημεία του χωριού, απόλαυσαν τη θέα από το "Αερόστατο" και πάνω από τις απόκρημνες πλαγιές το νησάκι της Κυρά Δικιάς, καθώς και την υπέροχη ανατολική ακτή του νησιού, τους Κουραμάδες και την αξεπέραστη σε ομορφιά κερκυραϊκή φύση με τους αργυροπράσινους, κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο, πανύψηλους κι αιωνόβιους ελαιώνες.

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2024

Γεωργικά εργαλεία

 #AντικείμενοΤηςΕβδομάδας

Η καλλιέργεια της γης στην Κέρκυρα ήταν πολύ σημαντική για κάθε νοικοκυριό. Το κάθε σπιτικό έπρεπε να σπείρει και να θερίσει καρπούς για να βγάλουν τον χειμώνα τους. Την αρχή του 20ου αιώνα η Κέρκυρα είχε 332.000 στρέμματα καλλιεργούμενες εκτάσεις. Από αυτές οι 200.000 ήταν ελαιόδεντρα, οι 50.000 σιτηρά και αγραναπαύσεις, οι 40.000 αμπελώνες, οι 11.000 πατάτες και οι υπόλοιπες 21.000 δενδρώδεις και ετήσιες καλλιέργειες, ανάμεσα τους μήλα, εσπεριδοειδή, νέσπολες, αμύγδαλα, βότανα και αρωματικά φυτά. Για πολλούς αιώνες τα γεωργικά εργαλεία και η βοήθεια των ζώων ήταν ο μόνος τρόπος καλλιέργειας της γης. Από αυτά τα σπουδαιότερα ήταν: ζυγός, δρεπάνι, σκεπάρνι, ξινάρι, αξίνα, τσάπα, τσαπί, σκαλιστήρι, φτυάρι, κασμάς, βαριοπούλα, λοστός κ.ά.
_______________
_______________

Τεκμηρίωση : Στεφανία Μαυρωνά

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Διεθνής Ημέρα Μουσείων 2024

Η τέχνη του αργαλειού.
Το μουσείο συμμετείχε στον φετινό εορτασμό της διεθνούς ημέρας μουσείων με το πρόγραμμα που οργάνωσε και επιμελήθηκε η επιστημονική μας διευθύντρια κυρία Στεφανία Μαυρωνά.  
Συνεργάτης στην υλοποίηση των εκδηλώσεων ο επιμελητής του μουσείου κύριος  Γεράσιμος ( Μάκης) Γραμμένος . 





Η κυρία Στεφανία Μαυρωνά

Ο κύριος Γεράσιμος (Μάκης) Γραμμένος

Οργάνωση δράσεων: Στεφανία Μαυρωνά

 

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Σύγχρονοι Ιστοριοδίφες

Στις 18 Απριλίου 2024 διεξήχθη μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση στην βιβλιοθήκη του Ιονίου Πανεπιστημίου στη οποία συμμετείχε ο κύριος Γιώργος Σουρτζίνος ιστορικό μέλος της Ιστορικής  Λαογραφικής Εταιρείας Κέρκυρας και μεγάλος δωρητής του Λαογραφικού Μουσείου Σιναράδων         "Νίκος Πακτίτης" . Στο πάνελ των ομιλητών συμμετείχε και ο κύριος Σπύρος Γαούτσης συγγραφέας- συλλέκτης , γραμματέας της καθολικής αρχιεπισκοπής. Την συζήτηση συντόνισε ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Αρχειονομίας- Βιβλιοθηκονομίας - Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και διευθυντής των μουσειακών συλλογών του.



Ο κύριος Γιώργος Σουρτζίνος διδάσκοντας
παρουσιάζοντας
 μερικά από τα χαρακτικά της συλλογής του
.


Από αριστερά προς τα δεξιά.
Σπύρος Γαούτσης - Γιώργος Σουρτζίνος- Σταύρος Βλίζος


 

Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Η γωνιά του Τσαγκάρη

#AντικείμενοΤηςΕβδομάδας ● Η γωνιά του Τσαγκάρη ● Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας «ΝΙΚΟΣ ΠΑΚΤΙΤΗΣ»
Το επάγγελμα του τσαγκάρη ήταν από τα πιο σημαντικά μέχρι την δεκαετία του 1960. Στο χωριό Σιναράδες υπήρχαν αρκετοί τσαγκάρηδες. Κάθε χωριό είχε τον τσαγκάρη του. Ένα ζευγάρι παπούτσια ήταν πολύ σημαντικά για τους ανθρώπους και κόστιζαν ακριβά. Πήγαιναν στον τσαγκάρη, τους έπαιρνε μέτρα βάζοντας τα πέλματα πάνω σε χαρτόνι, και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας το κατάλληλο καλαπόδι έφτιαχνε τα παπούτσια. Οι πρόβες ήταν απαραίτητες. Στις σόλες και στα τακούνια υπήρχαν μεταλλικές "πεταλούδες" για να μην φθείρονται εύκολα. Όταν τα παπούτσια χάλαγαν λόγω χρήσης ο τσαγκάρης τα επισκεύαζε, τα μπάλωνε, με ένα κομμάτι δέρμα και τα ξαναέραβε. Τα μικρά παιδιά κυκλοφορούσαν ξυπόλητα, τα πιο φτωχά ακόμα και το χειμώνα.
_______________
_______________
______________

Τεκμηρίωση : Στεφανία Μαυρωνά.

 

Τρίτη 2 Απριλίου 2024

Ο Ασφόδελος. Το αγριολούλουδο τ' Απρίλη.

Ο ασφόδελος. Το αγριολούλουδο τ' Απρίλη.

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση είναι οιωνός για την χρονιά.
Όταν το μακρύ στέλεχος είναι στραβό, λένε ότι θα πάει κακά η χρονιά.
Στη περίπτωση μας είναι ίσιο, άρα η χρονιά θα πάει καλά.
Στα παλιότερα χρόνια τα παιδιά κατασκεύαζαν ανεμόμυλους από τον ασφόδελο.
Στην Κέρκυρα η κοινή ονομασία είναι ασπέρδουκλας.
Πηγή : Αθανασία Συργκάνη, Δασοπόνος.


Μαρία Ζερβού
Ασπέρδουκλα τον ξέραμε και μεις .Εμείς πριν ανθίσουν παίζαμε κρεοπωλείο αυτά ήταν τα αρνάκια μας και πουλάγαμε τα κεφαλάκια!!!Κόβαμε το μίσχο στα δύο βάζαμε ένα ξύλο ανάμεσα και τα κρεμαγαμε στο τσιγγέλι με (το άνθος) το κεφάλι προς τα κάτω !!!!Η Εφευρετικότητα σε όλο της το μεγαλείο!!!Που παιγνίδια να αγοράσουμε !!!!

Cali Doxiadis
Ασφόδελος είναι η αρχαία ελληνική λέξη και χρησιμεύει και σήμερα με το ασφοδίλι του ποιητή. Τοπικές ονομασίες συνυπάρχουν πολλές σε μια πλούσια γλώσσα σαν την δικιά μας …δεν είναι αλλαγές.

Kostas Vasilakos
Στην Καρδίτσα τις λέμε λαμπαδούλες, επειδή
είναι ίσες... σαν λαμπάδες!!!
Όταν είμασταν στο δημοτικό....
το καλοκαίρι πηγαίναμε στο λιβάδι, όταν ξεραίνονταν (το μπουρδένι, έτσι το λέγαμε) τα μαζεύαμε για προσάναμμα!!!
Κι εμείς κάναμε διάφορα παιχνίδια με τις ξερές λαμπαδούλες ή μπουρδένια!!!!!

Δώρα Μαρκάτου
Στην Κεφαλονιά σφερδούγκλι


Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Έθιμο 1ης του Μαρτιού

Για να μην τσι πιάκει ο Μάρτης.

Μέχρι και την δεκαετία 1940- 1950 οι νεαρές κοπέλες για να μην τσι πιάκει ο Μάρτης, για να μην καούν από τον ήλιο αυτής της περιόδου και σκάσουν τα μάγουλά τους, άνοιγαν το πρωί πριν φύγουν για δουλειές στο κτήμα την πίλα με το λάδι και κοιταζόντουσαν στην επιφάνεια του λαδιού.
Πίλα: Πέτρινο ή μεταλλικό (από λαμαρίνα) μεγάλο δοχείο μέσα στο οποίο φύλαγαν το λάδι.

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Αργαλειός


#AντικείμενοΤηςΕβδομάδας ● Αργαλειός ● Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Κέρκυρας «ΝΙΚΟΣ ΠΑΚΤΙΤΗΣ»
Ο αργαλειός είναι μία ξύλινη κατασκευή η οποία χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή υφαντών. Ο αργαλειός χρησιμοποιούνταν από τις γυναίκες του σπιτιού και περνούσε από γενιά σε γενιά. Η γνώση της χρήσης του αργαλειού για μια γυναίκα θεωρούταν επιπλέον προσόν για τον γάμο της ενώ ως διαδικασία αποτελούσε τρόπο κοινωνικοποίησης και κοινωνικής συνδιαλλαγής. Οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος αργαλειοί χρησίμευαν για την παρασκευή ογκωδών υφαντών, όπως τα χαλιά ενώ υπήρχαν και μικρότεροι που χρησιμοποιούνταν μόνο για βαμβάκι. Σημαντικά εργαλεία για την επεξεργασία του μαλλιού ήταν τα λινάρια για το ξάσιμο του μαλλιού, η ρόκα για το γνέσιμο, το αδράχτι η δρούγα κ.α. Ο αργαλειός δεν υπήρχε σε όλα τα σπίτια καθώς για κάποιες οικογένειες θεωρούταν είδος πολυτελείας.
_______________
_______________

Τεκμηρίωση : Στεφανία Μαυρωνά.